- παρῆκεν
- παρήκωto have come alongsideimperf ind act 3rd sgπαρίημιlet fall at the sideaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λελιπάρηκεν — λελῑπάρηκεν , λιπαρέω persist perf ind act 3rd sg λελῑπάρηκεν , λιπαρέω persist plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισάγω — ΝΑ [εἰσάγω] εισάγω εκ τών προτέρων αρχ. 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον κάπου προηγουμένως («ἐπὶ τὴν χώραν τάδελφοῡ προεισαγομένου», επιγρ.) 2. (σχετικά με σύγγραμμα) παρουσιάζω ή περιγράφω αρχικά («ἐν τοῡτῳ δέ, δωδεκάτῳ τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῡ … Dictionary of Greek